Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ

См. также в других словарях:

  • προσμιγνύω — προσμείγνυμι και προσμίγνυμι ΝΜΑ, και προσμειγνύω Ν, και ιων. τ. προσμίσγω Α [μ(ε)ίγνυμι / μ(ε)ιγνύω] νεοελλ. 1. ανακατεύω κάτι προσθέτοντας σ αυτό και αλλά υλικά, αναμιγνύω 2. μτφ. νοθεύω αρχ. 1. ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως 2. φέρνω κοντά, ενώνω …   Dictionary of Greek

  • Minuscule 470 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 470 Text Gospels Date 11th century Script Greek …   Wikipedia

  • ληστεύω — (AM ληστεύω) [ληστής] αφαιρώ και οικειοποιούμαι ξένη περιουσία με άσκηση βίας (α. «λήστεψαν πάλι το χρυσοχοείο» β. «ληστεύειν ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. μσν. μτφ. κερδοσκοπώ σε βάρος άλλου, αισχροκερδώ («μάς λήστεψαν στο… …   Dictionary of Greek

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • Λαοδίκεια — I (Λαοδίκεια η επί Λύκω). Αρχαία πόλη της Φρυγίας. Η θέση της ήταν σε απόσταση 9 χλμ. από το σημερινό Ντενιζλί στα όρια της Καρίας και της Λυκίας. Ιδρύθηκε από τον Αντίοχο B’ πριν από το 240 π.Χ. στη θέση της Διόσπολης. Μετά τον Μιθριδατικό… …   Dictionary of Greek

  • ήπειρος — Εκτεταμένο τμήμα ξηράς. Διακρίνεται από τα νησιά λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του, ενώ χωρίζεται με τους ωκεανούς από τις άλλες η. Οι καθαυτό ή., με την ορθή έννοια του όρου, είναι τέσσερις: η ΑρχαίαΕυρασιατοαφρικανική ή., που σχηματίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος …   Dictionary of Greek

  • ВОЗНЕСЕНИЕ ГОСПОДНЕ — [греч. ᾿Ανάληψις τοῦ Κυρίου; лат. Ascensio Domini], Вознесение Иисуса Христа на небо одно из главных событий Свящ. истории. После В. Г. видимое земное присутствие Христа уступает место Его невидимому пребыванию в Церкви. В церковной традиции В. Г …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»